ἀμπέχονον

ἀμπέχονον
ἀμπέχονον
neut nom/voc/acc sg
ἀμπεχόνη
fine shawl
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τὠμπέχονον — ἀμπέχονον , ἀμπέχονον neut nom/voc/acc sg ἀμπέχονον , ἀμπεχόνη fine shawl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπεχόνων — ἀμπέχονον neut gen pl ἀμπεχόνη fine shawl neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπέχονο — Είδος αρχαίου μανδύα, μετρίου μεγέθους. Αναφέρεται από συγγραφείς, καθώς και σε επιγραφές και ιδιαίτερα σε καταλόγους αφιερωμάτων στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, στην ακρόπολη της Αθήνας. Παραλλαγή του ήταν το αμπεχόνιο, πιο μικρό και πιο… …   Dictionary of Greek

  • τρυφεραμπέχονος — ον, Α (ως προσωνυμία τών Ιώνων) αυτός που φορεί μαλακά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + ἀμπεχόνη / ἀμπέχονον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”